Ἱεροσόλυμα

Ἱεροσόλυμα
Ἱεροσόλυμα, τά and (also Ἰερ-, Ἱεροσάλημα [GJs 20:4 pap]) and Ἰερουσαλήμ, ἡ indecl. (also Ἱερ-; יְרוּשָׁלַיִם, יְרוּשָׁלֵם) Jerusalem. On the breathing s. B-D-F §39, 1; Mlt-H. 101; on the form of the name s. B-D-F §56, 1 and 4; W.-S. §10, 3; Mlt-H. 147f; Ramsay, Exp. 7th ser., 3, 1907, 110ff, 414f; Harnack, D. Apostelgesch. 1908, 72ff; RSchütz, ZNW 11, 1910, 169–87; JJeremias, ZNW 65, ’74, 273–76; GKilpatrick, NovT 25, ’83, 318–26; DSylva, ZNW 74, ’83, 207–21.—τὰ Ἱεροσόλυμα (Polyb. 16, 39, 4; Diod S 34 + 35, Fgm. 1, 1; 2; 3; 5; Strabo 16, 2, 34; 36; 40; Appian, Syr. 50 §252; Cass. Dio 37, 15; 17; Timochares [II B.C.]: 165 Fgm. 1 Jac. [in Eus., PE 9, 35]; Ps.-Hecataeus: 264 Fgm. 21, 197 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 197]; Agatharchides [II B.C.]: 86 Fgm. 20a, 209 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 209]; Manetho [III B.C.]: 609 Fgm. 10 a, 241 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 241 al.]; Lysimachus [I B.C.–I A.D.]: 621 Fgm. 1, 311 Jac. [in Jos., C. Ap. 1, 311]; PGM 13, 997; LXX in Apocr. [Thackeray 168]; EpArist 32; 35; 52; Philo, Leg. ad Gai. 278; Joseph. [Niese index]; Just. [9 times]) is the form found in Mt (the sole exception 23:37 is fr. a quot.), Mk and J; it is also found in Lk and Ac, as well as Gal 1:17f; 2:1; PtK 4 p. 15, 35.—πᾶσα Ἱεροσόλυμα Mt 2:3; GEb 13, 78; seems to go back to a form ἡ Ἱεροσόλυμα, ης (cp. Pel.-Leg. 14, 14 πᾶσα [ἡ] Ἱεροσόλυμα; Tob 14:4; s. B-D-F §56, 4.—S. also PGM 4, 3069 ἐν τῇ καθαρᾷ Ἱεροσολύμῳ and 13, 233 ἐν Ἱερωσολύμῳ).—ἡ Ἰερουσαλήμ (predom. in LXX; pseudepigr.; Philo, Somn. 2, 250; Just. [22 times apart from quot.]; Mel. [consistently].—Jos., C. Ap. 1, 179 Clearchus [Fgm. 7] is quoted as reporting remarks of his teacher Aristotle in which the latter uses the form Ἱερουσαλήμη [doubted by Niese; Eus., PE 9, 5, 6 has the same quot. fr. Clearchus w. the form Ἱερουσαλήμ]) besides Mt 23:37 (s. above) in Lk, Ac (s. P-LCouchoud/RStahl, RHR 97, 1928, 9–17), predom. in Paul, Hb 12:22; Rv; 1 Cl 41:2; Judaicon 20, 71; GPt; εἰς Ἱερουσαλήμ AcPl Ha 8, 30 (Ἱεροσόλυμα BMM verso 1).—Mostly without the art. (PsSol; GrBar prol. 2; AscIs), s. B-D-F §261, 3; 275, 2; W-S. §18, 5e; w. the art. only J 2:23; 5:2; 10:22; 11:18; cp. Ac 5:28; Gal 4:25f; Rv 3:12. No certain conclusions can be drawn concerning the use of the two forms of the name (they are used in the same immediate context by Hecataeus [264 Fgm. 21 Jac., in Eus., PE 9, 4, 2 v.l.]); the mss. vary considerably in their practice.
the city of Jerusalem, Jerusalem Mt 2:1 and oft.; Mk 3:8 and oft.; Lk 2:25, 41; J 1:19; Ro 15:19, 25f; Gal 1:17f; 2:1 al. ἀναβαίνειν εἰς Ἱεροσόλυμα Mt 20:17f; Mk 10:32f; Lk 19:28; J 2:13; 5:1; 11:55; Ac 21:15; 25:1; Ἰερουσαλήμ Lk 18:31; Ac 11:2; 21:12. καταβαίνειν ἀπὸ Ἱεροσολύμων Mk 3:22; Ac 11:27; 25:7; καταβαίνειν ἀπὸ Ἰερουσαλήμ Lk 10:30; Ac 8:26. θυγατέρες Ἰερουσαλήμ Lk 23:28, s. θυγάτηρ 3.
Jerusalem as collective for its inhabitants, Jerusalem πᾶσα Ἱ. the whole city of Jerusalem (Caecilius Calactinus, Fgm. 75 p. 57, 8 says πᾶσα ἡ Ἑλλάς [Thu. 1, 6, 1] stands ἀντὶ τῶν Ἑλλήνων; Pla., Ep. 7, 348a πᾶσα Σικελία; Demosth. 18, 18; Psellus p. 43, 12 πᾶσα ἡ Πόλις=‘all Byzantines’) Mt 2:3; cp. 3:5; Ἰερουσαλὴμ Ἰερουσαλήμ 23:37 (Aeschines, Ctesiph. 133 Θῆβαι, Θῆβαι; Ps.-Demetr. in Eloc. 267 adds to this Aeschines passage the comment, ‘The repetition of the name produces a powerful effect’; sim. Lk 10:41; 22:31; Ac 9:4.—HvanderKwaak, NovT 8, ’66, 56–70); Lk 2:38; 13:34 (Jerusalem is here viewed as dead; such personal address is normal in the ancient world: HJahnow, Das hebräische Leichenlied 1923, 50f; 100; s. for the Hellenic world Il. 18, 333; 19, 287; 315); Ac 21:31.—For a geographical and historical treatment HGuthe, RE VIII 666ff; XXIII 671f; HVincent and F-MAbel, Jérusalem I 1912; II 1926; GDalman, J. u. s. Gelände 1930; MJoin-Lambert, Jerusalem (tr. CHaldane) ’58; PWinter, ‘Nazareth’ and ‘Jer.’ in Lk 1 and 2, NTS 3, ’56/57, 136–42 (lit.); CKopp, The Holy Places of the Gospels ’63 (tr. RWalls), 283–417. On its cultural history JJeremias, Jerus. in the Time of Jesus (tr. FH and CHCave) ’69; BLifshitz, Jérusalem sous la domination romaine: ANRW II/8, 77, 444–89; MPorthuis/CSafrai, eds., The Centrality of Jerusalem ’96. For its theol. significance, JBlinzler in Wikenhauser Festschr. ’52, 20–52; JSchneider, ibid., 207–29. BHHW II 820–50 (lit.). OEANE III 224–38.
transcendent Jerusalem, Jerusalem, fig. and eschatol. usage ἡ νῦν Ἰ. the present J. is contrasted w. the ἄνω Ἰ. the heavenly J. Gal 4:25f. For the latter also Ἰ. ἐπουράνιος Hb 12:22 and ἡ καινὴ Ἰ. the new J. Rv 3:12; 21:2, also ἡ ἁγία Ἰ. 21:10; cp. vs. 2. On the theol. usage s. JdeYoung, Jerus. in the NT ’60.—For lit. s. on πόλις 2.—M-M. EDNT. TW.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ιεροσόλυμα — Ιεροσόλυμα, τα και Ιερουσαλήμ, η πόλη της Παλαιστίνης και σήμερα του Ισραήλ, ιερή για τους Χριστιανούς, τους Εβραίους και τους Μουσουλμάνους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ιεροσόλυμα — Βλ. λ. Ιερουσαλήμ. * * * τα και Ιερουσαλήμ, ἡ (ΑΜ Ἱεροσόλυμα και Ἱερουσαλήμ) η πόλη Ιερουσαλήμ, «ἡ μητρόπολις τῆς Ἰουδαίας, ἣ Σόλυμα ἐκαλεῑτο ἀπὸ τῶν Σολύμων ὀρῶν», κατά τον Στέφ. Βυζ. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. Ἱερουσαλήμ (< εβρ. Jěrūshālaim («δημιουργία… …   Dictionary of Greek

  • Ιερουσαλήμ ή Ιεροσόλυμα — (εβρ. Yerushalayim, αραβ. Al Quds). Πόλη (622.091 κάτ. το 1997) του Ισραήλ. Βρίσκεται στο κεντρικό υψίπεδο της ιστορικής και γεωγραφικής περιοχής της Παλαιστίνης, στην ιστορική περιοχή της Ιουδαίας και σε υψόμετρο που ποικίλλει από περίπου 720 μ …   Dictionary of Greek

  • Αρβανιτάκης, Γεώργιος — (Ιεροσόλυμα 1872 – 1946).Δημοσιογράφος και λόγιος, γιος του λόγιου Λεάνδρου Α. Ο Α. μετέφρασε στη γλώσσα μας αξιόλογα ιστορικά έργα και έγραψε πολλές αρχαιολογικές μελέτες. Το 1911 ίδρυσε στο Κάιρο το περιοδικό Μουσείο και το 1921 την εφημερίδα… …   Dictionary of Greek

  • Σωφρόνίος — I Όνομα αγίων της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1 Σ. Α’ πατριάρχης Ιεροσολύμων. > Σωφρόνιος, όνομα πατριαρχών των Ιεροσολύμων (1). 2. Αρχιεπίσκοπος Κύπρου. Πολυμαθής και μελετητής των Γραφών. Κατά τους Συναξαριστές ήταν επίσκοπος της Κωνστάντιας… …   Dictionary of Greek

  • Αθηναΐς — I (Αθήνα 402; – Ιεροσόλυμα 460). Αυτοκράτειρα του Βυζαντίου, σύζυγος του Θεοδοσίου Β’. Κόρη του Αθηναίου φιλόσοφου Λεόντιου, μορφωμένη και ευφυής, πήγε, μετά τον θάνατο του πατέρα της, στην Κωνσταντινούπολη, για περιουσιακά ζητήματα. Τότε η… …   Dictionary of Greek

  • Διόδωρος — I Όνομα ιστορικών προσώπων της αρχαιότητας. 1. Μαθηματικός (τέλη 5ου αι. – αρχές 4ου αι. π.Χ.). Σώζονται τα έργα του Έκθεσις Διοδώρου περί σταθμών, το οποίο πραγματεύεται τρόπους μέτρησης του βάρους και της χωρητικότητας, και Περί σταθμών, στο… …   Dictionary of Greek

  • Κοσμάς — I Ορεινός οικισμός (υψόμ. 1.140 μ., 581 κάτ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό άκρο του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του Πάρνωνα, 115 χλμ. ΝΑ της Τρίπολης. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας. II… …   Dictionary of Greek

  • Κύριλλος — I Όνομα τριών αρχιεπισκόπων Κύπρου. 1. Κ. Α’ (; – 1854). Αρχιεπίσκοπος Κύπρου (1849 54), διάδοχος του Ιωαννίκιου. Ήταν συνετός, αλλά άτολμος ιεράρχης, ίσως επειδή φοβόταν μήπως επαναληφθούν στην Κύπρο οι σφαγές του 1821. Στα χρόνια του αυξήθηκε η …   Dictionary of Greek

  • Codex Nanianus — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Uncial 030 Mark 5:18 (Tregelles facsimile edition) …   Wikipedia

  • Σολυμήϊος — ον, Α σχετικός με τα Ιεροσόλυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σόλυμα, ιουδαϊκή πόλη που ορισμένοι την ταυτίζουν με τα Ιεροσόλυμα + κατάλ. ήϊος (πρβλ. ποταμ ήϊος)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”